υδρόφυτα

υδρόφυτα
τα, Ν
βοτ. φυτά που ζουν ή ευδοκιμούν μέσα στο νερό, υδρόβια φυτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydrophyta (< υδρ[ο]-* + φυτό)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υδρόφυτα — τα φυτά που ζουν και ευδοκιμούν μέσα στο νερό ή σε υγρά εδάφη, υδρόβια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φυτό — Γενική ονομασία, που δίνεται στα ποώδη, θαμνώδη και δενδρώδη ζώντα είδη. Ένα φ., με την κοινή σημασία της λέξης, που δεν είναι λανθασμένη αλλά οπωσδήποτε ελλιπής, αποτελείται από 3 βασικά συστατικά στοιχεία: ρίζα, βλαστό και φύλλα, τα οποία… …   Dictionary of Greek

  • αερόφυτα — Φυτά που αναπτύσσονται στο έδαφος, σε αντίθεση με τα υδροχαρή ή υδρόφυτα ή υδρόβια φυτά …   Dictionary of Greek

  • υδροφυτογραφία — υδροφυτογραφία, η και υδροφυτολογία, η τμήμα της βοτανικής που μελετά τα υδρόφυτα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”